στραβομούτσουνος

στραβομούτσουνος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στραβομούτσουνος" в других словарях:

  • στραβομούτσουνος — η, ο, Ν 1. στραβομούρης 2. αυτός που κάνει μορφασμούς δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + μουτσούνα] …   Dictionary of Greek

  • στραβομούτσουνος — η, ο στραβομούρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… …   Dictionary of Greek

  • στραβομουτσουνιάζω — Ν [στραβομούτσουνος] κάνω έντονους μορφασμούς ειρωνείας ή αποδοκιμασίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»