στραβομούτσουνος
Смотреть что такое "στραβομούτσουνος" в других словарях:
στραβομούτσουνος — η, ο, Ν 1. στραβομούρης 2. αυτός που κάνει μορφασμούς δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + μουτσούνα] … Dictionary of Greek
στραβομούτσουνος — η, ο στραβομούρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
στραβομουτσουνιάζω — Ν [στραβομούτσουνος] κάνω έντονους μορφασμούς ειρωνείας ή αποδοκιμασίας … Dictionary of Greek